- φρουκτοζουρία
- η, Νιατρ. κληρονομική καλοήθης σακχαρουρία, κατά την οποία αποβάλλονται στα ούρα τα 10 έως 20% τής φρουκτόζης τής τροφής που λαμβάνει ο ασθενής.[ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. γαλλ. fructosurie].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.